- παρατρύπημα
- παρατρύπημα [pron. full] [ῡ], ατος, τό,A sidehole, Procl. in Alc.p.197C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρατρύπημα — το, Α πλάγιο τρύπημα, άνοιγμα στα πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύπημα (< τρυπῶ)] … Dictionary of Greek
παρατρυπήματα — παρατρῡπήματα , παρατρύπημα sidehole neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)